- διαπλαστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπλαστικαῖς — διαπλαστικός formative fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλαστικοί — διαπλαστικός formative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλαστικοῦ — διαπλαστικός formative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλαστικῆς — διαπλαστικός formative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλαστικῇ — διαπλαστικός formative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλαστική — διαπλαστικός formative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλαστικήν — διαπλαστικός formative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)